οπτανός

οπτανός
ὀπτανός, -ή, -όν (Α)
1. ψητός, ψημένος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀπτανά
κρέας κατάλληλο για ψήσιμο στη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (II) «ψημένος» + επίθημα -ανός (πρβλ. εψ-ανός, στεγ-ανός). Για την εναλλαγή τών επιθημάτων με -λ- και -ν- στους τ. ὀπτα-λ-έος και ὀπτα-ν-ός πρβλ. αὐα-λ-έος: αὐαί-ν-ω, ἰσχα-λ-έος: ἰσχ-ν-ός, κερδα-λ-έος: κερδαί-ν-ω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀπτανά — ὀπτανός roasted neut nom/voc/acc pl ὀπτανά̱ , ὀπτανός roasted fem nom/voc/acc dual ὀπτανά̱ , ὀπτανός roasted fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτανοί — ὀπτανός roasted masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άνος — ανός (Α άνος, ανός)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη της οποίας το αρχικό φωνήεν α είτε ανήκει σε δισύλλαβη ρίζα (ομηρ. έρανος < *werә nos είτε προέρχεται από ΙΕ *n (βάσκανος βασκαίνω < *βασκn ω). Το επίθημα ανο απαντά κυρίως στον σχηματισμό… …   Dictionary of Greek

  • οπτάνιον — ὀπτάνιον και ὀπτανεῑον και ὀπτανήϊον, τὸ (Α) 1. τόπος όπου μαγειρεύουν, μαγειρείο 2. φούρνος, κλίβανος 3. ξηρό ξύλο για καύση, καυσόξυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτανός. Οι τ. ὀπτανεῖον και ὀπτανήϊον μπορούν να εξηγηθούν ως παρ. τού ὀπτανεύς, αν ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • οπτανάριος — ὀπτανάριος, ὁ (Α) αυτός που ψήνει, μάγειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτανός «ψημένος», με τη λατ. κατάλ. άριος (< arius)] …   Dictionary of Greek

  • οπτανεύς — ὀπτανεύς, ὁ (Α) [οπτανός] άτομο που εργάζεται σε μαγειρείο, μάγειρας …   Dictionary of Greek

  • οπτανικός — ὀπτανικός, ή, όν (Α) [οπτανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οπτάνιον* ή στον οπτανέα ή στην όπτηση, ο ψηστικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”