ὀπτανά — ὀπτανός roasted neut nom/voc/acc pl ὀπτανά̱ , ὀπτανός roasted fem nom/voc/acc dual ὀπτανά̱ , ὀπτανός roasted fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτανοί — ὀπτανός roasted masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άνος — ανός (Α άνος, ανός)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη της οποίας το αρχικό φωνήεν α είτε ανήκει σε δισύλλαβη ρίζα (ομηρ. έρανος < *werә nos είτε προέρχεται από ΙΕ *n (βάσκανος βασκαίνω < *βασκn ω). Το επίθημα ανο απαντά κυρίως στον σχηματισμό… … Dictionary of Greek
οπτάνιον — ὀπτάνιον και ὀπτανεῑον και ὀπτανήϊον, τὸ (Α) 1. τόπος όπου μαγειρεύουν, μαγειρείο 2. φούρνος, κλίβανος 3. ξηρό ξύλο για καύση, καυσόξυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτανός. Οι τ. ὀπτανεῖον και ὀπτανήϊον μπορούν να εξηγηθούν ως παρ. τού ὀπτανεύς, αν ο τ.… … Dictionary of Greek
οπτανάριος — ὀπτανάριος, ὁ (Α) αυτός που ψήνει, μάγειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτανός «ψημένος», με τη λατ. κατάλ. άριος (< arius)] … Dictionary of Greek
οπτανεύς — ὀπτανεύς, ὁ (Α) [οπτανός] άτομο που εργάζεται σε μαγειρείο, μάγειρας … Dictionary of Greek
οπτανικός — ὀπτανικός, ή, όν (Α) [οπτανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οπτάνιον* ή στον οπτανέα ή στην όπτηση, ο ψηστικός … Dictionary of Greek